- πρωτοδεύτεροι
- οἱ, Μοι δύο πρώτοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + δεύτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοδεύτεροι — first two masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοδευτέρως — πρωτοδεύτεροι first two masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)